- τρυγίας
- ὁ, Α1. (για κρασί και με σημ. επιθ.) γεμάτος από κατακάθι, θολός2. ως ουσ. η τρυγία, νέο αδιήθητο κρασί, γλεύκος, μούστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύξ, τρυγός + κατάλ. -ίας (πρβλ. στεμφυλ-ίας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρυγίας — τρυγίᾱς , τρυγία lees fem acc pl τρυγίᾱς , τρυγία lees fem gen sg (attic doric aeolic) τρυγίᾱς , τρυγίας full of lees masc acc pl τρυγίᾱς , τρυγίας full of lees masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγίου — τρυγίας full of lees masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγία — τρυγίᾱ , τρυγία lees fem nom/voc/acc dual τρυγίᾱ , τρυγία lees fem nom/voc sg (attic doric aeolic) τρυγίᾱ , τρυγίας full of lees masc nom/voc/acc dual τρυγίας full of lees masc voc sg τρυγίᾱ , τρυγίας full of lees masc voc sg (attic) τρυγίᾱ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγίαν — τρυγίᾱν , τρυγία lees fem acc sg (attic doric aeolic) τρυγίᾱν , τρυγίας full of lees masc acc sg (attic epic doric aeolic) τρυγίας full of lees masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγίᾳ — τρυγίᾱͅ , τρυγία lees fem dat sg (attic doric aeolic) τρυγίαι , τρυγίας full of lees masc nom/voc pl τρυγίᾱͅ , τρυγίας full of lees masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ACRIDES — quarum mentio Matthaei c. 3. v. 4. ἡ δέ τροφὴ ἀυτοῦ ἢν ἀκρὶδες καὶ μὲλι ἄγρςον, Isidoro Pelusiotae, viro docto et proxima Palaestinae loca incolenti, Ep. 132. οὐ ζῶά εἰςιν, ὥς τινες οίονται ἀμαθῶς, κανθάροις ἀπεοικότα, non sunt animalia… … Hofmann J. Lexicon universale
αποτρύγωση — η η αφαίρεση της τρυγίας από τα δόντια … Dictionary of Greek
οδοντικός — ή, ό (ΑΜ ὀδοντικός, ή, όν) [οδούς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα δόντια νεοελλ. φρ. α) «οδοντικά σύμφωνα» γλωσσ. τα άφωνα σύμφωνα τ, δ, θ τα οποία αρθρώνονται με την επαφή τού πρόσθιου μέρους τής γλώσσας στα άκρα τών πρόσθιων δοντιών β)… … Dictionary of Greek
τρυγικός — ή, ό / τρυγικός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. αυτός που έχει φτειαχτεί από τρυγία 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τρυγία ή αυτός που περιέχει την παραπάνω ουσία 3. φρ. α) «τρυγικό οξύ» χημ. άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο δικαρβονικό υδροξύ,… … Dictionary of Greek
ՄՐՈՒՐ — (մրրոյ, ոց.) NBH 2 0308 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 10c, 14c գ. τρύξ, τρυγίας fex, faex, retrimentum, sedimentum, amurca. Թանձր յաւելուած հիւթոց իբրեւ զմուր. սիկ. տիղմ. դիրտ. տըկուք. ... *Գինի լի անապակ արկեալ. մրուր նորա ոչ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)